ἐπισκόπους

ἐπισκόπους
ἐπίσκοπος 1
one who watches over
masc acc pl
ἐπίσκοπος 2
hitting the mark
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • 'πισκόπους — ἐπισκόπους , ἐπίσκοπος 1 one who watches over masc acc pl ἐπισκόπους , ἐπίσκοπος 2 hitting the mark masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… …   Dictionary of Greek

  • αποκρισάριος — Οι α. ήταν αρχικά αγγελιοφόροι (από τη λέξη των Βυζαντινών απόκριση, που σήμαινε αγγελία) στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής αυλής και εμφανίστηκαν την εποχή της δυναστείας του Θεοδοσίου. Ο Προκόπιος ονομάζει τους αυλικούς αυτούς υπαλλήλους… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος Βαραδαίος — (; – 578 μ.Χ.). Σύρος μοναχός και επίσκοπος Εδέσσης. Ήταν μαθητής του μονοφυσίτη πατριάρχη Αντιοχείας, Σεβήρου. Μετά την απομάκρυνση του Σεβήρου από τον θρόνο (518), οι εκκλησιαστικές κοινότητες των μονοφυσιτών κινδύνευαν να διαλυθούν, γιατί δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… …   Dictionary of Greek

  • Κορνήλιος — (; – Τσεντουμτσέλε 253). Πάπας της Ρώμης (251 253). Διαδέχθηκε στην παπική έδρα τον Φαβιανό, ο οποίος ανακηρύχθηκε άγιος. Ειρηνικός και μετριοπαθής, υποστήριζε ότι εκείνοι που αποστάτησαν από την Εκκλησία κατά τον διωγμό του Δεκίου και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Μελίτιος — (4oς αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Λυκόπολης στη Θηβαϊδα της Αιγύπτου. Καθαιρέθηκε και φυλακίστηκε από τον Πέτρο Αλεξανδρείας, επειδή απαρνήθηκε τον χριστιανισμό κατά τη διάρκεια των διωγμών. Ο Μ. προκάλεσε σχίσμα, το οποίο ονομάστηκε μελιτιανό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”